Thursday, December 27, 2007

Heads or Tails?

Για τους ντιλετάντηδες που κινούνε συρφετός,γυρεύοντας ομοιοκαταληξία,μια τόσο ευγενική φιλοδοξία έγινε της ζωής τους ο σκοπός.Και καημός,θα συμπλήρωνα,μιας και συνήθως επαναλαμβάνεται σιωπηρά το παράπονο ενός νέου ποιητή,όπως μας το μεταφέρει ο Κωνσταντίνος Καβάφης:Αλίμονον,είνα'υψηλή,το βλέπω,πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα-κι απ'το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ'ανεβώ ο δυστυχισμένος.
Δεν αναφέρομαι στην ποίηση αλλά σε κάθε είδους καλλιτεχνική "αφήγηση" που σχοινοβατεί ανάμεσα στο "τι" και το "πώς",στα αξιοποιήσιμα μέρη ενός πολτώδους υλικού και τις μεθοδεύσεις που θα μετέλθουμε για να επιτύχουμε την μετουσίωσή τους.
Ηλίου φαεινότερον ότι η ζυγαριά γέρνει στη μεριά του τρόπου,εύκολα λοιπόν ξεμπερδεύουμε με το συγκεκριμένο δίλημμα,δεν ισχύει το ίδιο όμως για τα προβλήματα που αναφύονται στη συνέχεια,αναφορικά με την απόδοση αυτού του τρόπου.
Το προσωπικό βίωμα,για να περιβληθεί έναν πάγκοινο χαρακτήρα,οφείλει να διαρρήξει τη σχέση του με την πιστότητα,την ακριβή απόδοση των εξωτερικών παραστάσεων.Ειδάλλως,η μολυσματική επαφή με το "άμεσο" δημιουργεί ένα αποτύπωμα που σχηματίζεται στο ρυζόχαρτο ή κάτω απ'το καρμπόν,το οποίο δεν είναι παρά μια αμυδρή υπενθύμιση του πρωτοτύπου.
Μόνο που και εμείς κάπου κάπου μοιάζουμε με έργα τέχνης.Σε σκόρπιες,μικρές μας στιγμές.
Σε εκείνες τις αναιμικές μέρες που η ζωή έδειχνε ασάλευτη,το σπίτι όμως μύριζε καννέλα και το άρωμα του ζεστού καφέ ήταν αντίδοτο για την αθυμία μας.Τρώγαμε άθλια κέικ με σταφίδες,καπνίζαμε υπερβολικά,ακούγαμε Editors και νιώθαμε ευτυχισμένοι.
Όταν δεν μ'άφηνες να διαβάσω τον Παπαδιαμάντη μου αλλά με ξεσήκωνες για να χωθούμε σε κάποιο σινεμά,να κρυφοκοιτάς τις εκφράσεις του προσώπου μου κατά τη διάρκεια της ταινίας και να γέρνεις το κεφάλι σου στο στήθος μου.
Κάθε φορά που άνοιγαν οι ουρανοί και εμείς σταματούσαμε να μιλάμε για ν'ακούσουμε τη βροχή.Τώρα τα μάτια μας κοιτάζουν ευρυγώνια και όλες οι λέξεις στέκουν σαν διαλυμένα βαγόνια,κηρύτταμε με μεγαλόσχημο ύφος και ελλιποβαρείς υποψίες για το μέλλον.
Τότε που πηγαίναμε βόλτα με τη μηχανή,την ώρα που λιγόστευε το φως,και συ πάντα να κρυώνεις και να με αγκαλιάζεις σφιχτά.
Και τώρα που πάλι σουρουπώνει,το "πώς" αργοσβήνει μέσα στο καθρεφτάκι της μοτοσυκλέτας μου μαζί με την ύστατη λάμψη του δειλινού,
αφήνοντας για το άχαρο "τι" μια γεύση νίκης,
σύντομη και πικρή.

6 Comments:

At 12/28/07, 8:17 AM , Blogger George Le Nonce said...

- μὰ αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή μου!
[εἶπε ὁ ἐρωμένος]
- πρόκειται γιὰ φιξιόν, ἀγόρι μου
[τοῦ ἀπάντησα κι ἄλλαξα βιαστικὰ τὸ χρῶμα τῶν ματιῶν του]

 
At 12/28/07, 11:14 AM , Blogger still ill said...

Μόνο που είναι ενοχλητικά εμμενής ο φόβος του pulp,αγαπητέ μου George

 
At 12/28/07, 9:51 PM , Blogger George Le Nonce said...

ἆ ναί, ὁ φόβος τοῦ pulp – ὡς ἐὰν ὑπῆρξε ποτὲ ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς ἄλλου genre.

 
At 12/29/07, 12:54 PM , Blogger still ill said...

Για τη γραφή,καταφύγιο(που φθονούμε)αυτή η απουσία δυνατότητας.
Όχι όμως για τη ζωή.

 
At 12/30/07, 1:52 PM , Blogger George Le Nonce said...

Σωστά: ὑπάρχει, δυστυχῶς, ἕνα χᾶσμα ἐκεῖ ἀνάμεσα˙ ὅλο τὸ ξεχνῶ...

 
At 12/31/07, 11:51 AM , Blogger still ill said...

Δεν είσαι ο μόνος,αν αυτό μπορεί να προσφέρει κάποια παραμυθία.
Φαντάζομαι πως όχι,αλλά και πάλι,δεν είναι αυτό το ζητούμενο.

 

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home